Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὁ Ἄρης

  • 1 Ares

    ρης, -εως (gen. sometimes Ἄρεος, in V.), Α sometimes long (Æsch., Theb. 244 and 469).
    Of Ares, adj.: ρειος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ares

  • 2 mars

    Άρης

    Türkçe-Yunanca Sözlük > mars

  • 3 merih

    Αρης

    Türkçe-Yunanca Sözlük > merih

  • 4 марс

    1. мор. η κόφα
    το θωράκιο (του ιστού)
    2. астр. о Άρης (πλανήτης).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > марс

  • 5 Марс

    Марс
    м миф., астр. ὁ "Αρης.

    Русско-новогреческий словарь > Марс

  • 6 слизняк

    слизняк
    м
    1. зоол. ὁ γυμνοσάλιαγκας, ὁ λεϊμαξ·
    2. перен презр. μυξ(ι)άρης.

    Русско-новогреческий словарь > слизняк

  • 7 январь

    январь
    м ὁ Γεν(ν)άρης, ὁ ἱανουάριος.

    Русско-новогреческий словарь > январь

  • 8 Марс

    [μάρς] ουσ. α (μυθ.) Άρης

    Русско-греческий новый словарь > Марс

  • 9 Марс

    [μάρς] ουσ α (μυθ) Άρης

    Русско-эллинский словарь > Марс

  • 10 Марс

    α. (αστρν.) Αρης.
    α. (ναυτ.) θωράκιο.

    Большой русско-греческий словарь > Марс

  • 11 трудяга

    α. (απλ.) δουλευτής, -άρης.

    Большой русско-греческий словарь > трудяга

  • 12 Battle

    v. intrans.
    See Fight.
    Battle with the waves: V. κάμνειν πρὸς κύματι (Æsch., Theb. 210).
    ——————
    subs.
    P. and V. μχη, ἡ, γών, ὁ, V. γωνία, ἡ, ἀλκή, ἡ ; see Combat.
    Warfare: Ar. and V. Ἄρης, ὁ, V. δόρυ.
    Encounter: V. συμβολή, ἡ, Ar. and P. σνοδος, ἡ.
    Sea battle: P. ναυμαχία, ἡ.
    Land battle: P. πεζομαχία, ἡ.
    Line of battle: P. παράταξις, ἡ, P. and V. τάξις, ἡ, Ar. and V. στχες, αἱ.
    The god of battles: V. Ζεὺς γώνιος.
    Fallen in battle, adj.: V. δοριπετής.
    Without a battle: use adv., P. ἀμαχεί.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Battle

  • 13 Fight

    subs.
    P. and V. μχη, ἡ, γών, ὁ, V. ἀλκή, ἡ.
    Contest: P. and V. μιλλα, ἡ, V. γωνία, ἡ, πλαισμα, τό, ἆθλος, ὁ, δῆρις, ἡ (Æsch.).
    Encounter: V. συμβολή, ἡ, Ar. and P. σύνοδος, ἡ.
    Warfare: Ar. and V. Ἄρης, ὁ, V. δόρυ, τό.
    Sea fight: P. ναυμαχία, ἡ.
    Land fight: P. πεζομαχία, ἡ.
    Without a fight: use adv., P. ἀμαχεί.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. μχεσθαι (dat. or πρός, acc.), γωνίζεσθαι (dat. or πρός, acc.), V. συμβάλλειν μχην (dat.).
    Oppose: P. and V. ἐναντιοῦσθαι (dat.), ἀνθίστασθαι (dat.).
    Engage: see Engage.
    Fight a battle: P. μάχην μάχεσθαι (Isoc.).
    Be fought ( of a battle): P. and V. γίγνεσθαι.
    Fight a losing battle with: V. δυσμαχεῖν (dat.).
    Fight a land battle: P. πεζομαχεῖν.
    Fight a sea battle: Ar. and P. ναυμαχεῖν, P. διαναυμαχεῖν.
    Fight a sea battle with others: Ar. and P. συνναυμαχεῖν.
    V. intrans. P. and V. μχεσθαι, γωνίζεσθαι, Ar. and P. διαγωνίζεσθαι, V. μάρνασθαι, αἰχμάζειν.
    Go to war: P. and V. πολεμεῖν.
    Fight it out: P. and V. διαμχεσθαι, P. διαπολεμεῖν.
    Fight again, renew the fight: P. ἀναμάχεσθαι.
    Fight against: see Fight.
    Oppose: P. and V. ἐναντιοῦσθαι (dat.), ἀνθίστασθαι (dat.), ἀντιτείνειν (dat.), P. ἀνταγωνίζεσθαι (dat.); see Oppose.
    You indeed did shamelessly fight against dying: V. σὺ γοῦν ἀναιδῶς διεμάχου τὸ μὴ θανεῖν (Eur., Alc. 694).
    Fight against the gods: V. θεομαχεῖν.
    Fight by side of: V. παρασπίζειν (dat.).
    Fight for: P. προπολεμεῖν (gen. or absol.), Ar. προμχεσθαι (gen.), V. περμχεσθαι (gen.), περμαχεῖν (gen.).
    The cause was worth fighting for: P. ἦν δὲ ἄξιος ὁ ἀγών (Thuc. 7, 56).
    Fight in: P. ἐναγωνίζεσθαι.
    You made it ( the land) a fair field for the Greeks to fight in: P. παρέσχετε αὐτὴν (τὴν γῆν) εὐμενῆ ἐναγωνίσασθαι τοῖς Ελλησι (Thuc. 2, 74).
    Fight with: see Fight.
    Fight on the side of: P. συμμάχεσθαι (dat.), συναγωνίζεσθαι ( dat).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fight

  • 14 Sword

    subs.
    P. and V. ξφος, τό, V. φάσγανον, τό, ἔγχος, τό, κνώδων, ὁ, σδηρος, ὁ, Ar. and V. βέλος, τό.
    Persian sword: P. ἀκινάκης, ὁ (Dem. 741).
    Small sword: P. and V. μχαιρα, ἡ, Ar. and P. ξιφδιον, τό.
    met., war: P. and V. πόλεμος, ὁ, Ar. and V. Ἄρης, ὁ (α, rarely α).
    Put to the sword: use kill.
    Cavrying a sword, adj.: V. ξιφήρης, ξιφηφόρος.
    Drawing the sword: V. ξιφουλκός.
    Slain by the sword: V. σιδηροκμής.
    Slaying with the sword: ξιφοκτόνος.
    A combad with swords: V. ξιφηφόρος γών, ὁ (Ag., Choe. 584).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sword

  • 15 War

    subs.
    P. and V. πόλεμος, ὁ, Ar. and V. Ἄρης, ὁ (α, rarely α); see Hostility.
    The Persian War: P. τὰ Μηδικά (Thuc. 1, 97).
    Of war, adj.: P. πολεμικός, Ar. and P. πολεμιστήριος, V. ρείφατος.
    War chariot, subs.; P. ἅρμα πολεμιστήριον (Plat.).
    Ship of war: P. and V. ναῦς μακρά, ἡ, P. πλοῖον μακρόν, τό.
    Wage war, v.: P. and V. πολεμεῖν; see war, v.
    Wage war against: P. and V. πολεμεῖν (dat., or πρός, acc.), P. ἀντιπολεμεῖν (dat. or absol.), προσπολεμεῖν (absol.).
    Desire war: P. πολεμησείειν.
    Join in waging war: P. συμπολεμεῖν (absol., or with dat., or μετά, gen.).
    Go to war: P. εἰς πόλεμον καθίστασθαι; see take the field, under Field.
    Crush by war: P. καταπολεμεῖν (acc.).
    More difficult to make war upon: P. χαλεπώτεροι προσπολεμεῖν (Thuc. 7, 51).
    Take prisoner in war: P. ζωγρεῖν (acc.).
    Prisoner of war: see adj., P. and V. αἰχμλωτος, V. δουρληπτος, δορίκτητος, δῃλωτος, P. δοριάλωτος (Isoc.); see under Prisoner.
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. πολεμεῖν, V. αἰχμάζειν.
    War with: P. and V. πολεμεῖν (dat., or πρός, acc.); see wage war against, under war, subs.
    Contend with: P. and V. μχεσθαι (dat., or πρός, acc.); see Contend.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > War

  • 16 Warfare

    subs.
    P. and V. πόλεμος, ὁ, Ar. and V. Ἄρης, ὁ (α rarely α), V. δόρυ, τό; see War.
    Way of fighting: P. μάχη, ἡ (Xen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Warfare

  • 17 Woman

    subs.
    P. and V. γυνή, ἡ.
    Old woman: P. and V. γραῦς, ἡ, γραῖα, ἡ, Ar. and P. γρᾴδιον, τό.
    Young woman: see Girl.
    Feeble women and little children: P. γύναια καὶ παιδάρια (Dem. 361).
    Crowds of women: V. σύλλογοι γυναικοπληθεῖς (Eur., Alc. 951).
    Women's quarters: P. γυναικών, ὁ (Xen.), Ar. and P. γυναικωνῖτις, ἡ.
    If she be a true woman: V. εἴπερ γυναικῶν ἐστι τῶν ἄλλων μία (Eur., Med. 945).
    Warfare wherein women are the slayers: V. θηλυκτόνος Ἄρης (Æsch., P.V. 860).
    Of a woman, adj.: P. and V. γυναικεῖος.
    Woman shaped: V. θηλύμορφος, γυναικόμορφος.
    Woman voiced: Ar. γυναικόφωνος.
    Play the woman, v.: Ar. γυναικίζειν; see be unmanned.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Woman

См. также в других словарях:

  • Ἄρης — the god of destruction masc nom sg Ἄρης the god of destruction masc nom sg (epic) Ἄρις fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρης — the god of destruction masc nom sg Ἄρης the god of destruction masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

  • Άρης Θεσσαλονίκης — Αθλητικός σύλλογος που δημιουργήθηκε το 1914 στη συμπρωτεύουσα, δύο χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος και στις παραμονές κήρυξης του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Η ομάδα δημιουργήθηκε από έναν πυρήνα ποδοσφαιριστών στην περίφημη Καμάρα …   Dictionary of Greek

  • Ἀρῆς — Ἀρεύς masc nom pl Ἀρεύς masc nom/voc pl Ἀρή fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρῆς — ἀ̱ρῆς , ἀείρω attach fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρά prayer fem gen sg (epic ionic) ἀράζω snarl fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρή prayer fem gen sg (epic ionic) αἴρω attach fut ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρῃς — ἄ̱ρῃς , αἴρω attach aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιχασ(ι)άρης — α, ικο, Ν αυτός που σιχαίνεται εύκολα ή σε υπερβολικό βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιχασ(ι)ά + κατάλ. άρης (πρβλ. ζαβολι άρης)] …   Dictionary of Greek

  • Βελουχιώτης, Άρης — (Λαμία 1905 – 1945).Ψευδώνυμο του Θανάση Κλάρα, ενός από τους βασικούς πρωτεργάτες της Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής. Γεννήθηκε στη Λαμία και σπούδασε στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή της Λάρισας. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και άλλαξε στη… …   Dictionary of Greek

  • καγκελ(λ)άρης — ο (Μ καγκελ[λ]άρης) καγκελάριος· [ΕΤΥΜΟΛ. < καγκελάριος (πρβλ. Αντώνιος > Αντώνης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»